Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδικοπραγώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αδικοπραγώ

  1. (νομικός όρος) διαπράττω αδίκημα, κάνω άδικες πράξεις
     συνώνυμα: παρανομώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία