Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αδιαθέτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αδιαθετώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αδιαθετώ