Ετυμολογία

επεξεργασία
αδελφότεκνος < αδελφ(ός) + -ό- + τέκν(ο) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδελφότεκνος αρσενικό

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)