αγ.
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγ. < αγία
Προφορά επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
αγ. συντομογραφία
- (θηλυκό) αγία, (αρσενικό: άγ.)
- η αγ. Αικατερίνη έζησε στην Αλεξάνδρεια
- ο ναός της Αγ. Αικατερίνης
- (αρσενικό) αγίου
- η γιορτή του αγ. Διονυσίου
Άλλες μορφές επεξεργασία
- πολυτονική γραφή: ἁγ.
Σημειώσεις επεξεργασία
- για το αρκτικό πεζό ή κεφαλαίο, → δείτε τη λέξη άγ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άγ.