Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγόρευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αγόρευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αγορεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αγορεύω