αγριοβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγριοβλέπω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριοβλέπω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγριο- + βλέπω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈvle.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ο‐βλέ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίααγριοβλέπω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγριοβλέπω | αγριέβλεπα | θα αγριοβλέπω | να αγριοβλέπω | αγριοβλέποντας | |
β' ενικ. | αγριοβλέπεις | αγριέβλεπες | θα αγριοβλέπεις | να αγριοβλέπεις | αγριόβλεπε | |
γ' ενικ. | αγριοβλέπει | αγριέβλεπε | θα αγριοβλέπει | να αγριοβλέπει | ||
α' πληθ. | αγριοβλέπουμε | αγριοβλέπαμε | θα αγριοβλέπουμε | να αγριοβλέπουμε | ||
β' πληθ. | αγριοβλέπετε | αγριοβλέπατε | θα αγριοβλέπετε | να αγριοβλέπετε | αγριοβλέπετε | |
γ' πληθ. | αγριοβλέπουν(ε) | αγριέβλεπαν αγριοβλέπαν(ε) |
θα αγριοβλέπουν(ε) | να αγριοβλέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγριέβλεψα | θα αγριοβλέψω | να αγριοβλέψω | αγριοβλέψει | ||
β' ενικ. | αγριέβλεψες | θα αγριοβλέψεις | να αγριοβλέψεις | αγριόβλεψε | ||
γ' ενικ. | αγριέβλεψε | θα αγριοβλέψει | να αγριοβλέψει | |||
α' πληθ. | αγριοβλέψαμε | θα αγριοβλέψουμε | να αγριοβλέψουμε | |||
β' πληθ. | αγριοβλέψατε | θα αγριοβλέψετε | να αγριοβλέψετε | αγριοβλέψτε | ||
γ' πληθ. | αγριέβλεψαν αγριοβλέψαν(ε) |
θα αγριοβλέψουν(ε) | να αγριοβλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγριοβλέψει | είχα αγριοβλέψει | θα έχω αγριοβλέψει | να έχω αγριοβλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αγριοβλέψει | είχες αγριοβλέψει | θα έχεις αγριοβλέψει | να έχεις αγριοβλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αγριοβλέψει | είχε αγριοβλέψει | θα έχει αγριοβλέψει | να έχει αγριοβλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγριοβλέψει | είχαμε αγριοβλέψει | θα έχουμε αγριοβλέψει | να έχουμε αγριοβλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αγριοβλέψει | είχατε αγριοβλέψει | θα έχετε αγριοβλέψει | να έχετε αγριοβλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγριοβλέψει | είχαν αγριοβλέψει | θα έχουν αγριοβλέψει | να έχουν αγριοβλέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγριοβλέπω
→ δείτε τη λέξη αγριοκοιτάζω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγριοβλέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας