Δείτε επίσης: ἀγριοβλέπω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγριοβλέπω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριοβλέπω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγριο- + βλέπω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈvle.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρι‐ο‐βλέ‐πω

αγριοβλέπω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία