Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αγοραίου

  1. γενική ενικού του αγοραίος
  2. γενική ενικού του αγοραίο

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αγοραίου ουδέτερο

  1. γενική ενικού του αγοραίο