αγοραίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγοραίο ουδέτερο
- (παλιότερα) αυτοκίνητο που μισθωνόταν από έναν πελάτη για να τον μεταφέρει και το τίμημα καθοριζόταν με συμφωνία ανάμεσα στον επιβάτη και τον οδηγό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αγοραίο
- αγοραίος, στην αιτιατική του ενικού
αγοραίο, ουδέτερο του αγοραίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού