Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αγκυροβόλησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αγκυροβολώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αγκυροβολώ