Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγκυροβόλησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αγκυροβόλησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αγκυροβολώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αγκυροβολώ