Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγκάλιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αγκαλιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αγκαλιάζω