Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγγάρεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αγγάρεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αγγαρεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αγγαρεύω