Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγανάχτησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αγανάχτησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
αγαναχτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
αγαναχτώ