Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβελιανή ομάδα < → δείτε τις λέξεις αβελιανός και ομάδα. Από τον Νορβηγό μαθηματικό Νιλς Χένρικ Άμπελ (Nils Henrik Abel).

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αβελιανή ομάδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία