Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ίσιωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ισιώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ισιώνω