Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ίππευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ιππεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ιππεύω