Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ίππευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ίππευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ιππεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ιππεύω