Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έκατσαν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
έκατσαν
και
κάθισαν
και
καθίσανε
γ' πληθυντικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κάθομαι
γ' πληθυντικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καθίζω