Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

έβαλε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάζω

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

έβαλε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάλλω