Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

έβαλε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάζω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

έβαλε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βάλλω