Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άφεριμ ή αφερίμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική aferim < περσική آفرین (âfarin, "μπράβο" "εύγε")

  Επιφώνημα επεξεργασία

  1. μπράβο
  2. εύγε