Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

άσπρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ασπρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ασπρίζω