Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άσπρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
άσπρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ασπρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ασπρίζω