Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό, εγχειρίδιο ή κείμενο.


Ποντιακά (pnt)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άρκος < αρχαία ελληνική ἄρκτος με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [rkt] > [rk] και μεταβολή του γένους • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.kɔs/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

άρκος αρσενικό

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • άμον άρκος: σαν αρκούδα (για άνθρωπο μεγαλόσωμο και ρωμαλέο ή αγροίκο ή βάρβαρο)
  • το καλόν τ'απίδ ο άρκον τρώει ατό: Το καλό το αχλάδι το τρώει η αρκούδα