άρκος
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό, εγχειρίδιο ή κείμενο. |
Ποντιακά (pnt)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άρκος < αρχαία ελληνική ἄρκτος με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος [rkt] > [rk] και μεταβολή του γένους • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άρκος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η αρκούδα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- άμον άρκος: σαν αρκούδα (για άνθρωπο μεγαλόσωμο και ρωμαλέο ή αγροίκο ή βάρβαρο)
- το καλόν τ'απίδ ο άρκον τρώει ατό: Το καλό το αχλάδι το τρώει η αρκούδα