Δείτε επίσης: ἄνθραξ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άνθραξ < αρχαία ελληνική και 'καθαρεύουσα' ἄνθραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άνθραξ αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία