Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

άλογου

  1. γενική ενικού του άλογος, αρσενικό
  2. γενική ενικού του άλογο, ουδέτερο του άλογος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

άλογου ουδέτερο