Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άκμασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
άκμασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ακμάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ακμάζω