ἄδυτος
(Ανακατεύθυνση από άδυτος)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἄδυτος, -ος, -ον
- στον οποίο δεν μπορεί κανείς να εισέλθει
- ἐς ἄδυτον θησαυρόν (Πίνδαρος, 11.4)
- (για αστέρες) που δεν δύει
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἄδυτος αρσενικό και ἄδυτον ουδέτερο