Ωραιοζήλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ωραιοζήλη (1) < ωραίος + αρχαία ελληνική ζήλη (< αρχαία ελληνική ζήλος) «πάθος, διάθεση»· «αυτή που θέλει να είναι ωραία» (2) < εβραϊκό ορ ου οζί ελί «φως και δύναμίς μου ο Θεός»
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΩραιοζήλη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ωραιοζήλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ωραιοζήλη
|