Ετυμολογία

επεξεργασία
Ωραιοζήλη (1) < ωραίος + αρχαία ελληνική ζήλη (< αρχαία ελληνική ζήλος) «πάθος, διάθεση»· «αυτή που θέλει να είναι ωραία» (2) < εβραϊκό ορ ου οζί ελί «φως και δύναμίς μου ο Θεός»

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ωραιοζήλη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία