Χαρτοφύλαξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈfi.laks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χαρ‐το‐φύ‐λαξ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χαρτοφύλαξ
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
- (αξίωμα, χριστιανισμός) Οφφίκιο της Μεγάλης Εκκλησίας, αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Μεταγραφές επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
Χαρτοφύλαξ