Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χαρτοφύλαξ

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. (αξίωμα, χριστιανισμός) Οφφίκιο της Μεγάλης Εκκλησίας, αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Μεταγραφές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Χαρτοφύλαξ

  1. (αξίωμα, ιστορία) τίτλος αξιωματούχου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία