Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χαρίκλεια < αρχαία ελληνική < χάρις (η χάρη) + κλέος (δόξα), η ξακουστή για τη χάρη της

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈɾi.klia/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χαρίκλεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία