Φλεβοτόμου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φλεβοτόμου < γενική ενικού του αρσενικού Φλεβοτόμος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦλεβοτόμου θηλυκό, άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Φλεβοτόμος
Μεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΦλεβοτόμου αρσενικό
- γενική ενικού του Φλεβοτόμος