Φατίχ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Φατίχ < (άμεσο δάνειο) τουρκική Fatih (οθωμανική τουρκική فَاتِح) < αραβική فَاتِح. Κυριολεκτικά: πορθητής, κατακτητής
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΦατίχ αρσενικό (όνομα) ή ουδέτερο (δήμος), άκλιτο