Τσιπλακίδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσιπλακίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Τσιπλακίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσιπλακίδου θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤσιπλακίδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Τσιπλακίδης
- άλλη μορφή: Τσιπλακίδη