Τσεχαϊτού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσεχαϊτού < (μεταγραφή) αμχαρική ጸሐይቱ ή τιγκρίνια ጽሃይቱ, πιθανότατα μέσω των μεταγραμματισμών στο λατινικό αλφάβητο Tsehaitu και Tsehaytu αντίστοιχα
Μεταγραφή
επεξεργασίαΤσεχαϊτού θηλυκό, άκλιτο