Τσανγκαλίδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσανγκαλίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Τσανγκαλίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσανγκαλίδου θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤσανγκαλίδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Τσανγκαλίδης
- άλλη μορφή: Τσανγκαλίδη