Τιντορέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τιντορέτο < ιταλική Tintoretto (ο μικρός βαφέας)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤιντορέτο αρσενικό
- Ιταλός ζωγράφος, γιος βαφέα, βασικός εκπρόσωπος της βενετικής σχολής της Αναγέννησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τιντορέτο