Τανελιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τανελιάν : αρμενική ς προέλευσης, πατρωνυμικό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤανελιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), άλλη μορφή του Ντανελιάν, κατά την προφορά στη δυτική αρμενική