Ταμερλάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ταμερλάνος < (διεθνής βιβλιογραφία Ευρωπαίων μελετητών) Tamerlane < (περσικά) تيمور لنگ τεμούρ(-ι-) Λανγ (Τιμούρ ο κουτσός)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤαμερλάνος αρσενικό
- ελληνική απόδοση ονόματος Τουρκομογγόλου κατακτητή του 14ου αιώνα