Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΤΟΥΡΔΥΚ < ΤΟΥΡκική ΔΥναμη Κύπρου

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται τουρδύκ)