Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΤΟΜΠ <  : Τεθωρακισμένο Όχημα Μεταφοράς Προσωπικού.

  Συντομομορφή επεξεργασία

Τ.Ο.Μ.Π. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο