Συζήτηση:αφαλοκόβω
Τελευταίο σχόλιο: πριν από 3 έτη από Sarri.greek
Οι ορισμοί που υπάρχουν στο Wikilexiko είναι αρκετά διαφορετικοί από αυτούς που υπάρχουν στη σελίδα "https://www.greek-language.gr/", δηλαδή :
α.(ενεργ.) κόβω τον ομφάλιο λώρο (τον αφαλό) νεογέννητου.
β. (λαϊκότρ., συνήθ. παθ.) πονά η μέση μου, επειδή σήκωσα μεγάλο βάρος.
γ. (μτφ., ενεργ.) τρομάζω, φοβίζω κπ. πολύ.
Wrooooooo (συζήτηση) 14:35, 10 Φεβρουαρίου 2021 (UTC)
- Merci, ☏ Wrooooooo, το διόρθωσα.
- Όταν δεν υπάρχει έκφραση ή λέξη για μετάφραση, μπορείτε να γράφετε:
- αποδίδεται περιφραστικά
- Ευχαριστούμε ‑‑Sarri.greek ♫ | 16:01, 10 Φεβρουαρίου 2021 (UTC)