Σπυρέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σπυρέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σπυρέας αρσενικό (θηλυκό Σπυρέα)
- ανδρικό επώνυμο
- ※ Για πρώτη φορά —με την κουβέντα και με τις ταμπέλες πάνω από τα λιγοστά μαγαζιά— έμαθα τις τυπικές καταλήξεις των μανιάτικων ονομάτων, που παρόμοιες δε συναντάς πουθενά αλλού στην Ελλάδα: Πονηρέας, Παυλέας, Πυργέας, Σπυρέας, Στεφανέας, Φαληρέας, Γιαννακέας, Ξεπαπαδέας, Παπατζανετέας, Ταβουλαρέας κ.ά.
- Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 59.
- ※ Για πρώτη φορά —με την κουβέντα και με τις ταμπέλες πάνω από τα λιγοστά μαγαζιά— έμαθα τις τυπικές καταλήξεις των μανιάτικων ονομάτων, που παρόμοιες δε συναντάς πουθενά αλλού στην Ελλάδα: Πονηρέας, Παυλέας, Πυργέας, Σπυρέας, Στεφανέας, Φαληρέας, Γιαννακέας, Ξεπαπαδέας, Παπατζανετέας, Ταβουλαρέας κ.ά.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Σπυράκος (επώνυμο)