Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πονηρέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πονηρέας αρσενικό (θηλυκό Πονηρέα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία