Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σκαλάδος < σκάλα (αναβαθμίδα) + -άδος, όπως άλλα τηνιακά χωριά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σκαλάδος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία