Σαμοϊλένκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σαμοϊλένκο < μεταγραφή για την ουκρανική ή τη ρωσική Самойленко (Samójlenko). Μορφολογικά αναλύεται σε Σαμόιλ(ο) + -ένκο
Μεταγραφή επεξεργασία
Σαμοϊλένκο αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Σημειώσεις επεξεργασία
- Σύμφωνα με τον τονισμό στα ρωσικά: Σαμόιλενκο