Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρόου < μεταγραφή για την αγγλική Row

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ρόου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο