Πωγωνάτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πωγωνάτου < γενική ενικού του αρσενικού Πωγωνάτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠωγωνάτου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠωγωνάτου αρσενικό
Πωγωνάτου θηλυκό άκλιτο
Πωγωνάτου αρσενικό