Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πούτιν < (μεταγραφή) ρωσική Путин (Pútin)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpu.tin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πού‐τιν

  Μεταγραφή επεξεργασία

Πούτιν αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία