Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πιερέτ < μεταγραφή για τη γαλλική Pierrette

  Μεταγραφή επεξεργασία

Πιερέτ θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία