Πετεινάτου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πετεινάτου < γενική ενικού του αρσενικού Πετεινάτος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠετεινάτου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Πετεινάτος
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠετεινάτου αρσενικό
- γενική ενικού του Πετεινάτος