Ετυμολογία

επεξεργασία
Παβλιτσένκο < άμεσο δάνειο από τη ρωσική Павличенко (Pavličénko), ή από την ουκρανική Павличенко (Pavlyčénko)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Παβλιτσένκο αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές

επεξεργασία

ως ελληνικό επώνυμο: