Ούγγρου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ούγγρου < γενική ενικού του αρσενικού Ούγγρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟύγγρου θηλυκό (αρσενικό Ούγγρος)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΟύγγρου αρσενικό
Δείτε επίσης : ούγγρου |
Ούγγρου θηλυκό (αρσενικό Ούγγρος)
Ούγγρου αρσενικό