Οχανιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Οχανιάν < αρμενική Օհանյան (Ōhanyan)· πατρωνυμικό. Μορφολογικά αναλύεται σε ανδρικό όνομα Οχάν + -ιάν.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟχανιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Ογκανιάν (από τα ρωσικά)